- συνομοσπονδιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη συνομοσπονδία: Οι Τούρκοι ζητούν την ίδρυση συνομοσπονδιακού κράτους στην Κύπρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνομοσπονδιακός — ή, ό, Ν [συνομοσπονδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνομοσπονδία … Dictionary of Greek